διακράτηση

διακράτηση
[-ις (-εως)] η владение (чём-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διακράτηση" в других словарях:

  • διακράτηση — η (AM διακράτησις, εως) [διακρατώ] 1. κατοχή 2. εξουσία πάνω σε κάτι ή σε κάποιον 3. γερό κράτημα …   Dictionary of Greek

  • διακρατήσῃ — διακρατήσηι , διακράτησις holding fast fem dat sg (epic) διακρατέω hold fast aor subj mid 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj act 3rd sg διακρατέω hold fast fut ind mid 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj mid 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»